Σάμος

Σάμος
Σάμος [ᾰ], , Samos, the name of several Greek islands:
1 old name for Κεφαλληνία (q.v.), Il.2.634, Od.4.671; also called Σάμη, 1.246, h.Ap.429; though this, acc. to others, is a town on the island: hence Adj. [full] Σαμαῖος, α, ον, Str.10.2.13.
2 Σάμος Θρηϊκίη, v. Σαμοθρᾴκη.
3 Samos, the large island over against Ephesus, first in h.Ap.41: hence Adj. [full] Σάμιος, α, ον, Hdt.1.70, etc.; ἡ Σαμία (sc. γῆ) ibid., Thphr.Lap.62; also Σ. ἀστήρ, clay with medicinal properties, Gal.12.178:—[full] Σαμιακός, ή, όν, Cratin.13. (Acc. to Str.8.3.19, 10.2.17, σάμος was an old word signifying a height.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Σάμος — a height. fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σάμος — I Αρχαίος επιγραμματοποιός (3ος αι. π.Χ.). Ηταν γιος του Χρυσόγονου, του συμβούλου του βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππου E’. Επειδή απόφευγε να κολακεύει το βασιλιά Φίλιππο, ο τελευταίος διέταξε να τον θανατώσουν (204 π.Χ.). Σύμφωνα με μαρτυρίες… …   Dictionary of Greek

  • Σάμος — Sp Sãmas Ap Σάμος/Samos L s. ir mst. P. Sporadų ss.; Graikijos nomas …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • σαμίων — Σάμος a height. fem gen pl Σάμος a height. masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάμιον — Σάμος a height. masc acc sg Σάμος a height. neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σάμω — Σάμος a height. fem nom/voc/acc dual Σάμος a height. fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίκουρος — (Σάμος ή Αθήνα 341 π.Χ. – Αθήνα 270 π.Χ.). Φιλόσοφος. Παρακολούθησε τη διδασκαλία του πλατωνικού Παμφίλου, του Ξενοκράτη, του περιπατητικού Πραξιφάνη, ύστερα του Ναυσιφάνη, μαθητή του Δημόκριτου, και του Πύρρωνα, κάθε φορά ανάλογα με τον τόπο… …   Dictionary of Greek

  • μελισσός — (Σάμος, 5ος αι. π.Χ.). Φιλόσοφος. Το μοναδικό επεισόδιο του ιδιωτικού του βίου που είναι γνωστό υπήρξε η διοίκηση του σαμιακού στόλου σε μία νικηφόρα ναυμαχία εναντίον των Αθηναίων το 441 π.Χ. Εικάζεται ότι ήταν μαθητής του Παρμενίδη και υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • Θέμελης, Γεώργιος — (Σάμος 1910 – 1976). Ποιητής και δοκιμιογράφος. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και δίδαξε σε πολλά γυμνάσια έως το 1950, οπότε αποχώρησε ως συνταξιούχος. Συνέχισε να διδάσκει στην ιδιωτική εκπαίδευση, εγκατεστημένος στη Θεσσαλονίκη,… …   Dictionary of Greek

  • σαμίαις — Σάμος a height. fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαμίη — Σάμος a height. fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”